Σεραφείμ Μυλωνάς
Φιλόλογος
Έφεδρος Αξιωματικος
Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς:
ο αφανής και αδικημένος ήρωας του Αλβανικού Μετώπου
Μετά την αποτυχημένη εισβολή των Ιταλών στα
ελληνοαλβανικά σύνορα τον Οκτώβριο του 1940 και την ηρωική αντίσταση του
ελληνικού στρατού, ο Μουσολίνι αντιμετώπιζε την υποχώρηση του κύρους του
φασισμού μέσα στην ίδια του την πατρίδα αλλά και τη χλεύη των Γερμανών για την
αναπάντεχη και οικτρή του αποτυχία. Χρειαζόταν, λοιπόν, επειγόντως την αντιστροφή της κατάστασης με
μια στρατιωτική επιτυχία, γι’ αυτό και με τον νέο του στρατάρχη Ούγκο Καβαλέρο άρχισε
να σχεδιάζει προσεκτικά την ιταλική αντεπίθεση, η οποία με την ονομασία «Εαρινή
Επίθεση» ορίστηκε για τις αρχές της άνοιξης του 1941. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου 1941 και κρίθηκε τόσο
σημαντική, ώστε ο Μουσολίνι επέλεξε να παραστεί αυτοπροσώπως στην πρώτη γραμμή
του μετώπου. Η ιταλική επίθεση στράφηκε κυρίως εναντίον του τομέα της 1ης Μεραρχίας
(Θεσσαλίας), της επονομαζόμενης και «Σιδηράς», με διοικητή τον υποστράτηγο
Βασίλειο Βραχνό. Οι Ιταλοί παρέταξαν απέναντι στους λίγους και εξαντλημένους
από τον τετράμηνο πολεμικό αγώνα, Έλληνες μαχητές, τα πιο εκλεκτά σώματα του
ιταλικού στρατού, τις μεραρχίες «Κάλιαρι»,
«Πούλιε», «Πινερόλο», «Μπάρι», «Σιένα» και τη Μεραρχία Αλπινιστών «Πουστερία».
Από την αρχή της
επίθεσης, ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσαν οι Ιταλοί στην κατάληψη του Υψώματος 731. Το
ύψωμα αυτό, που βρίσκεται στα στενά της Κλεισούρας, στο βουνό Τρεμπεσίνα, ήταν
ένα στρατηγικό πέρασμα στα βουνά της Αλβανίας, η κατάληψη του οποίου θα άνοιγε
τον δρόμο για τα Ιωάννινα. Τον απεγνωσμένο αγώνα για την υπεράσπιση του Υψώματος 731 από την ελληνική
πλευρά ανέλαβε το 2ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος
Πεζικού Τρικάλων, με διοικητή τον
ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά, αποτελούμενο από Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες κατά
βάση στρατιώτες. Η διαταγή της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης που έφτασε στη
διοίκηση του Τάγματος ήταν σαφής: «Επί των θέσεών σας αμυνθήτε μέχρις εσχάτων.
Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων». Το
ίδιο σαφής ήταν και η απάντηση του διοικητή Κασλά: «Οτιδήποτε και αν συμβή δεν
θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί». Ο
Κασλάς γνώριζε ότι οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί του ήταν διαλυμένοι και
καταβεβλημένοι, όπως και εκείνος, αλλά πολύ περισσότερο γνώριζε ότι το ύψωμα
δεν έπρεπε να πέσει, ακόμη και αν όλοι
οι υπερασπιστές του έπρεπε να θυσιαστούν. Γι’ αυτό και εκδίδει την παρακάτω
απλή αλλά σκληρή διαταγή προς τους άντρες του: «Όποιος γυρίσει την πλάτη στον
εχθρό θα τουφεκίζεται». Όσα ακολούθησαν αποτελούν ίσως μια από τις
πιο σημαντικές σελίδες ανδρείας,
ηρωισμού και αυταπάρνησης στην πολεμική
εποποιία του 1940.
Επί μερόνυχτα ολόκληρα οι υπερτριπλάσιες ιταλικές
δυνάμεις, ενισχυμένες με βομβαρδιστικά αεροπλάνα και με τεράστιο αριθμό
κανονιών και όλμων, βομβάρδιζαν τον λόφο και επιχειρούσαν συνεχείς
επιθέσεις. Μετά το πολυήμερο ανηλεές σφυροκόπημα το κατάφυτο ύψωμα είχε μείνει
γυμνό από βλάστηση (το ύψος του μειώθηκε κατά 5 ολόκληρα μέτρα!), τα
χαρακώματα, οι οχυρώσεις και τα συρματοπλέγματα είχαν καταστραφεί, τα διαμελισμένα
κορμιά και η μυρωδιά από καμένη σάρκα και μπαρούτι συνέθεταν ένα σκηνικό
κολάσεως. Ωστόσο, οι Θεσσαλοί στρατιώτες, τσακισμένοι από την κούραση,
νηστικοί και με τεράστιες απώλειες, κατόρθωσαν με πείσμα και αυταπάρνηση να
αποκρούσουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Ιταλών και να κρατήσουν το Ύψωμα 731.
Στις 21 Μαρτίου οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να σταματήσουν την επίθεση σε όλο το
μέτωπο και ο Μουσολίνι, ταπεινωμένος και
απογοητευμένος, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη.
Η τιτανομαχία των ελληνικών δυνάμεων με τον
ιταλικό στρατό, υπό τις διαταγές του ηρωικού ταγματάρχη Δημητρίου Κασλά,
αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα από τα πιο φωτεινά παραδείγματα στρατιωτικής
γενναιότητας και ηρωισμού στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Μπαρουτοκαπνισμένος
ο ίδιος ήδη από τα χρόνια του Μικρασιατικού Πολέμου, όπου πολέμησε ηρωικά και
συνελήφθη αιχμάλωτος, κράτησε με αυταπάρνηση το 731, σώζοντας την τιμή του
ελληνικού στρατού και ανεβάζοντας το ηθικό των Ελλήνων για άλλη μια φορά στα ύψη. Σύντομα
το όνομα του Κασλά έγινε θρύλος στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Η πορεία της ζωής του, όμως, έμελλε να συναντηθεί με κρίσιμους
σταθμούς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, όπως η Αντίσταση και το ταραγμένο
κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Μετά τον Πόλεμο
του 1940, ο Κασλάς, πιστός στη
στρατιωτική του συνείδηση και στην αίσθηση του χρέους απέναντι στην πατρίδα, εντάχθηκε
στην Εθνική Αντίσταση. Αρχικά, τον Αύγουστο του 1943 κατατάχτηκε στις τάξεις
του ΕΔΕΣ στην Καρδίτσα, έχοντας αποστολή μαζί με άλλους συναδέλφους του να
οργανώσει αντάρτικο σώμα στην περιοχή των Φαρσάλων. Αργότερα, εντάχθηκε στον
ΕΛΑΣ και συμμετείχε σε μάχες και σαμποτάζ στις περιοχές της Καρδίτσας, της
Σπερχειάδας και του Δομοκού. Η δράση του
όμως αυτή θεωρήθηκε από το επίσημο κράτος ως αντεθνική ενέργεια. Έτσι, ο πρώην
ήρωας του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο ατρόμητος υπερασπιστής του Υψώματος 731,
αμέσως μετά την απελευθέρωση αποστρατεύεται αυτεπαγγέλτως και από το 1945 έως
το 1948 οδηγείται εξόριστος, ως εχθρός του έθνους, στη Σέριφο, την Ικαρία και
τη Σαντορίνη. Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο στον οποίο απονεμήθηκε τον
Σεπτέμβριο του 1941 από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄
Τάξεως και τον Φεβρουάριο του 1942 το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας για «την
ηρωική μέχρι αυτοθυσίας επί του πεδίου της μάχης ενάσκηση των καθηκόντων» του.
Η στάση
της επίσημης πολιτείας απέναντι στον ήρωα του ελληνοϊταλικού πολέμου
καταρράκωσε το ηθικό του και πλήγωσε ανεπανόρθωτα τη στρατιωτική του τιμή. Μετά
την απελευθέρωσή του, επιστέφει στο χωριό του, στο Πουρί του Πηλίου, όπου κάνει ό,τι δουλειά βρει για να επιβιώσει και
ζει βουτηγμένος στη ντροπή. Όταν τον
αναγνωρίζει κάποιος από τα ηρωικά του παλικάρια, εκείνος προσποιείται πως δεν
είναι ο θρυλικός διοικητής του 731. Νιώθει ατιμασμένος και προδομένος απ’
όλους, κυρίως όμως από την πατρίδα του, που τόσο λυσσαλέα πολέμησε για την
ελευθερία της. Στρατιώτες του που τον συνάντησαν είπαν πως ο πικραμένος
διοικητής αρνιόταν σθεναρά την προγενέστερη ιδιότητα του ταγματάρχη και έκανε
πως δεν ήταν αυτός ο περίφημος Κασλάς που κατατρόπωσε τους Ιταλούς στο Ύψωμα
731.
Ο Δημήτριος Κασλάς
άφησε την τελευταία του πνοή στις 22 Φεβρουαρίου 1966, προδομένος από την
καρδιά του. Ο ταγματάρχης που του είχαν απονεμηθεί τα μετάλλια «Χρυσούν
Αριστείο Ανδρείας», «Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως», «Αργυρούς Σταυρός του Β΄ Τάγματος»
και «Μετάλλειον Στρατιωτικής Αξίας Δ΄ Τάξεως» αποκαταστάθηκε τελικά το 1985, όταν προήχθη μετά θάνατον σε ταξίαρχο, σε μια
εποχή που τα μετεμφυλιακά πάθη είχαν καταλαγιάσει. Μέχρι τότε, βέβαια, κανείς
δεν θυμόταν τον ήρωα του 1940, αυτόν που μας χάρισε έναν από τους λαμπρότερους
πολεμικούς άθλους του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Αρσενίου Λάζαρος, Ανατομία του έπους 1940-1941, εκδόσεις
Δωδώνη 1998.
2. Καπανιάρης Αλέξανδρος, Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς. Η
στρατιωτική διαδρομή, το πρόσωπο, η εποχή. Εκδ. Περιφέρεια Θεσσαλίας, 2015.
3. Μυτιληναίος Ιωάννης, «Η Τιτανομαχία του Υψώματος 731», Τρικαλινά
2000.
4. Νημάς Θεόδωρος, «Μαρτυρίες πολεμιστών της περιοχής
Τρικάλων για τον πόλεμο 1940-41», Τρικαλινά 1/1981.
5. Τερζάκης Άγγελος, Η
Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Αθήνα 1964.
6. Τζουβαλάς Γεώργιος, Το Ύψωμα 731. Μάρτιος – Απρίλιος 1941,
εκδόσεις Πελασγός, 20217.