Σεραφείμ Μυλωνάς
Φιλόλογος
Έφεδρος αξιωματικός
Σ’ έναν πόλεμο δημιουργούνται πάντα διάφοροι
μύθοι. Οι μύθοι αυτοί είναι άλλοτε ιστοριογραφικοί, δηλαδή αποτέλεσμα ελλιπούς
ερμηνείας των ιστορικών δεδομένων της σύγκρουσης, και άλλοτε ιδεολογικοί, δηλαδή
αποτέλεσμα συνειδητής παρερμηνείας των ιστορικών δεδομένων για πολιτικούς ή
ιδεοληπτικούς λόγους. Έργο της σύγχρονης ιστορικής έρευνας είναι να
διαλύσει όσους μύθους συντηρούνται ακόμη και αλλοιώνουν την ιστορική
πραγματικότητα. Παρακάτω αναφέρουμε ορισμένους τέτοιους μύθους, που έχουν
δημιουργηθεί και για την πολεμική συμμετοχή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, συμμετοχή η οποία συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο ιστορικής
έρευνας, αλλά και σημείο πολιτικής και
ιδεολογικής τριβής.
Ο πρώτος από
αυτούς τους μύθους είναι ότι η Ελλάδα ήταν ανέτοιμη από στρατιωτικής απόψεως
για το ενδεχόμενο της ιταλικής εισβολής. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν
εντελώς διαφορετική. Η απόφαση για την πολεμική προετοιμασία της χώρας δεν
πάρθηκε τη στιγμή που εκδηλώθηκε η αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση, αλλά πολύ
νωρίτερα. Η ελληνική πλευρά ήταν πεπεισμένη για το αναπόφευκτο του
ελληνοϊταλικού πολέμου και το καθεστώς του Ι. Μεταξά, ήδη από το 1936,
πήρε σειρά μέτρων για την αμυντική οχύρωση της χώρας και την αναδιοργάνωση του
ελληνικού στρατού. Η κατασκευή της περίφημης
«Γραμμής Μεταξά», η οποία περιλαμβάνει τα οχυρά Ρούπελ και άλλα 20 μόνιμα υπόγεια
οχυρά (σήραγγες, πυροβολεία, πολυβολεία κ. ά.) και εκατοντάδες άλλα επιφανειακά
κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αποτελεί
το μεγαλύτερο ελληνικό οχυρωματικό έργο στην νεότερη ιστορία και σπουδαίο τεχνικό επίτευγμα, τόσο για τα
δεδομένα του ελληνικού κράτους όσο και για την ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής
Χερσονήσου. Παράλληλα, δρομολογήθηκε η οχύρωση της παραμεθορίου με την Αλβανία,
όπου με την ευθύνη της 8ης Μεραρχίας
Πεζικού και τη βοήθεια των ντόπιων κατοίκων, σε σύντομο χρονικό διάστημα, πραγματοποιήθηκαν
σημαντικά αμυντικά οχυρωματικά έργα (χαρακώματα
προστατευμένα με συρματοπλέγματα, αντιαρματικές τάφροι και φράγματα,
υπονομεύσεις γεφυρών και οδικού δικτύου, τοποθετήσεις πυροβολείων και
πολυβολείων σε δυσπρόσιτες και δυσδιάκριτες θέσεις κ. ά.).
Ιδιαίτερη έμφαση, όμως, δόθηκε και στην
αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού, ο οποίος, μετά τον οδυνηρό για την Ελλάδα
Μικρασιατικό Πόλεμο, βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Την περίοδο 1936-40 ο
ελληνικός στρατός εκπαιδεύτηκε και εξοπλίστηκε σε ικανοποιητικό βαθμό, γεγονός
που επαληθεύτηκε από την επιτυχία της
επιστράτευσης και συγκρότησης μονάδων,
καθώς μέσα σε 15 ημέρες (28 Οκτωβρίου-13 Νοεμβρίου) κινητοποιήθηκαν και
προωθήθηκαν στο μέτωπο 300.000 άντρες. Και, για να μιλήσουμε με αριθμούς, μεταξύ
1923-1935 οι εξοπλιστικές και αμυντικές δαπάνες του κράτους ανήλθαν στα 3
δισεκατομμύρια δραχμές, ενώ στο διάστημα 1936-1940 δαπανήθηκαν περισσότερα από
15 δισεκατομμύρια. Μπορεί, βέβαια, ο ελληνικός στρατός να υστερούσε σε
εξοπλισμό και πολεμικά μέσα σε σχέση με τον ιταλικό (σύγχρονα όπλα, αεροσκάφη
κ. ά.), σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήταν άοπλος και απαράσκευος.
Ένας άλλος μύθος σχετικά με τον ελληνοϊταλικό
πόλεμο είναι αυτός που αναφέρεται στη
δειλία και στη μειωμένη μαχητική ικανότητα του ιταλικού στρατού. Κατά τη
διάρκεια του πολέμου αλλά και αργότερα, για προπαγανδιστικούς λόγους και για
την ανύψωση του ηθικού του ελληνικού λαού, οι Ιταλοί στρατιώτες παρουσιάστηκαν συστηματικά
από μέρος της ελληνικής πλευράς ως δειλοί, απρόθυμοι να πολεμήσουν και ανίκανοι
να διεξαγάγουν αποτελεσματικές πολεμικές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα, η ιταλική μεραρχία «Λύκοι της Τοσκάνης». Η μεραρχία αυτή, η οποία
σχεδόν αποδεκατίστηκε σε λίγες ημέρες, μετονομάσθηκε
από την ελληνική επιθεώρηση σε «Λαγοί της Τοσκάνης». Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Οι Ιταλοί στρατιώτες ήταν
εξαίρετοι πολεμιστές. Πολέμησαν γενναία, υπερασπίστηκαν με μεγάλο πείσμα και
αποφασιστικότητα κάθε ύψωμα και στενωπό στα αφιλόξενα αλβανικά βουνά και
υπέμειναν με καρτερικότητα τις κακουχίες και τις αλλεπάλληλες αποτυχίες. Η ήττα τους δεν οφειλόταν σε ελλιπή μαχητική
αξία, αλλά στο κακό και υπερφίαλο επιτελικό σχέδιο, στην ανίκανη στρατιωτική
και πολιτική ηγεσία τους, στην έλλειψη ισχυρού ηθικού κινήτρου και στο γεγονός
ότι βρήκαν απέναντί τους έναν περήφανο και αποφασισμένο λαό, διατεθειμένο να
υπερασπιστεί με κάθε θυσία την ελευθερία και την τιμή του. Η πραγματικότητα,
λοιπόν, είναι ότι οι Έλληνες συνέτριψαν έναν γενναίο στρατό και όχι μια αγέλη φυγάδων.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η
αξία του ηττημένου είναι αυτή που δίνει δόξα στον νικητή.
Ένας
τρίτος μύθος του ελληνοϊταλικού πολέμου είναι ότι στα αλβανικά βουνά, τον
χειμώνα του 1940-41, πολέμησε η Ελλάδα εναντίον της Ιταλίας. Ο μύθος αυτός
παραβλέπει συστηματικά και τη συμμετοχή της Αλβανίας στην επίθεση κατά της
Ελλάδας, για ιδιότυπους πολιτικούς ή ιδεοληπτικούς λόγους. Η αλήθεια είναι ότι
στις 28 Οκτωβρίου 1940 η Ελλάδα δέχθηκε την επίθεση, από το έδαφος της Βορείου Ηπείρου,
όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και της Αλβανίας. Η ιταλική εισβολή στην Αλβανία τον
Απρίλιο του 1939 έφερε το Βασίλειο της Αλβανίας στο άρμα του Μουσολίνι. Η
Αλβανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών, όπως είχε κάνει και ο Ντούτσε δυο
χρόνια πρωτύτερα, και το υπουργείο Εξωτερικών της συγχωνεύτηκε με το αντίστοιχο
ιταλικό. Με βασιλικό διάταγμα (Β.Δ.
194/ΦΕΚ 93/10-6-1940) η Αλβανία δεσμευόταν να κηρύξει τον πόλεμο σε όσα κράτη θα
ήταν αντιμέτωπα με την Ιταλία. Η
δέσμευση αυτή επικυρώθηκε με τη συμμετοχή της Αλβανίας, από κοινού με
την Ιταλία, στον πόλεμο με τους Γάλλους και τους Βρετανούς και, φυσικά, κατά
την εισβολή στην Ελλάδα. Στο πλευρό του ιταλικού στρατού εναντίον της Ελλάδας μαχόταν
τόσο τακτικός αλβανικός στρατός συνολικής δύναμης δεκαπέντε ταγμάτων όσο και
παραστρατιωτικές ομάδες, οι οποίες κατά την διάρκεια της Κατοχής ανέλαβαν την κατατρομοκράτηση
του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου και την αλλοίωση των εθνολογικών δεδομένων
στην περιοχή της Τσαμουριάς.
Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δεν μειώνουν στο
ελάχιστο τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών ούτε το ψυχικό σθένος που επέδειξε ο ελληνικός λαός κατά τη
διάρκεια του πολέμου. Αποκαλύπτουν απλώς πως η ελληνική ιστορία δεν χρειάζεται
εθνικούς μύθους για να φανεί το μεγαλείο της…
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Βερέμης Θάνος, 1940-41: Ο πόλεμος των Ελλήνων, εκδόσεις
Μεταίχμιο, 2019.
2. Βλάσσης Κων/νος,
Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936–1940, εκδόσεις Δούρειος Ίππος, 2013.
3. Γενικό Επιτελείο Στρατού,
Η προς πόλεμον προπαρασκευή του ελληνικού στρατού 1923–1940, Αθήναι 1983.
4. Κολιόπουλος Ιωάννης, Η δικτατορία του Μεταξά και ο
πόλεμος του ’40, εκδόσεις Βάνιας, 1994.
5. Παπαγιαννάκης Ελευθέριος, Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940–41,
εκδόσεις Ιωλκός, 2004.
6. Τερζάκης Άγγελος, Ελληνική Εποποιΐα 1940-41, εκδόσεις
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1999.