Σεραφείμ Μυλωνάς
φιλόλογος -
έφεδρος αξιωματικός
Η Θεσσαλία υπήρξε
πάντα πρωταγωνίστρια σε όλους τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες της νεότερης
ιστορίας. Στους μεγάλους αγώνες της πατρίδας μας ο θεσσαλικός λαός, χωρίς να αναλογιστεί θυσίες, ανταποκρίθηκε με ηρωισμό
και αυταπάρνηση, έχοντας ως ιδανικά την ελευθερία και την υπεράσπιση της
πατρίδας. Συνεχιστές αυτής της παράδοσης, που θέλει τους Θεσσαλούς να
διακρίνονται πάντοτε στους αγώνες του έθνους, υπήρξαν οι Θεσσαλοί στρατιώτες και
κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο εφιάλτης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε
για την Ελλάδα τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ι. Μεταξάς απάντησε
αρνητικά στο τελεσίγραφο της Ιταλίας, με
το οποίο η γειτονική χώρα απαιτούσε την
ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο και την κατάληψη
στρατηγικών σημείων της Ελλάδας (αεροδρόμια, λιμάνια κ. ά.). Πριν ακόμα από τη
λήξη της προκαθορισμένης διορίας, οι
ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα σύνορά της με την Αλβανία και
άρχισαν να προσβάλλουν τις ελληνικές θέσεις στην Ήπειρο (περιοχή Ελαίας –
Καλαμά) και στην Πίνδο (περιοχή μεταξύ
Γράμμου και Σμόλικα) με τέσσερις μεραρχίες: τη Μεραρχία «Σιένα», τη Μεραρχία «Φερράρα»,
την Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κενταύρων» και τη Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια». Το
ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε σφοδρή
και αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων, έτσι ώστε οι ιταλικές
δυνάμεις μέσα σε τέσσερις ημέρες να συντρίψουν την ελληνική αντίσταση και να εισβάλουν στο εσωτερικό
της χώρας, εμποδίζοντας την ανασύνταξη του ελληνικού στρατού και την ολοκλήρωση
της επιστράτευσης.
Το δύσκολο έργο της
αρχικής απόκρουσης και αναχαίτισης του εχθρού στην Ήπειρο ανέλαβε η ηρωική 8η Μεραρχία Πεζικού, η οποία, υπό τον υποστράτηγο
Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, καθήλωσε τις ιταλικές δυνάμεις στο Καλπάκι. Το κύριο
βάρος της απόκρουσης της σφοδρής εχθρικής επίθεσης στον τομέα της Πίνδου
ανατέθηκε στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού, που
με διοικητή τον συνταγματάρχη Κων/νο Δαβάκη, προωθήθηκε στα σύνορα και μετονομάστηκε
σε Απόσπασμα Πίνδου.
Το Απόσπασμα Πίνδου αριθμούσε 2.000 άνδρες και αποστολή
του ήταν να ανακόψει την προέλαση της περίφημης Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια»,
δύναμης 10.800 ανδρών, η οποία, σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό του ιταλικού επιτελείου, είχε σκοπό
να προωθηθεί αιφνιδιαστικά στο Μέτσοβο και να διαιρέσει την Ελλάδα στα
δύο. Μετά από τον αρχικό αιφνιδιασμό των πρώτων ημερών του πολέμου, οι ελληνικές
δυνάμεις ανασυντάχθηκαν και, προβάλλοντας σθεναρή και απεγνωσμένη αντίσταση, κατόρθωσαν
να κρατήσουν το μέτωπο της Πίνδου όρθιο και να δώσουν πολύτιμο χρόνο στις
επιστρατευμένες ελληνικές μονάδες να προωθηθούν στο μέτωπο. Στα μέσα Νοεμβρίου
η επίλεκτη Μεραρχία «Τζούλια», ταπεινωμένη και με μεγάλες απώλειες, αναγκάστηκε
να υποχωρήσει πέρα από την ελληνοαλβανική μεθόριο.
Οι ηρωικοί μαχητές του
Αποσπάσματος Πίνδου, που ανέκοψαν την προέλαση των επίλεκτων ιταλικών δυνάμεων,
ήταν στην πλειοψηφία τους Θεσσαλοί, καταγόμενοι από τα χωριά των Αγράφων, της
Αργιθέας, του Ασπροποτάμου και των Κοθωνίων.
Σύμφωνα τον συγγραφέα
και ερευνητή της θεσσαλικής ιστορίας, Λάζαρο Αρσενίου, ο οποίος έλαβε μέρος
στον πόλεμο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, «στην Πίνδο πολέμησαν Θεσσαλοί κατά 90%.
Στα συντάγματα πεζικού 2ο Βόλου, 4ο Λαρίσης, 5ο Τρικάλων, στην Ταξιαρχία Ιππικού και στις
μονάδες του πυροβολικού, υπηρετούσαν Θεσσαλοί. Μαζί τους πολεμούσαν πεζοναύτες
του 7ου Συντάγματος Χαλκίδας και λίγοι
προεπιστρατευμένοι Εφτανησιώτες και Πελοποννήσιοι στα συντάγματα 51ο Τρικάλων και 52ο Λαρίσης. Από τους Θεσσαλούς τουλάχιστον
25% είναι Βλάχοι, καταγόμενοι από την Πίνδο, που την ξέρουν πολύ καλά.
Αλλά και οι άλλοι Θεσσαλοί έχουν δεσμούς με βουνά, αφού η περιοχή τους είναι
κατά 64% ορεινή». Αλλά και ο επιτελάρχης του Β΄ Σ.Σ., Δημήτριος Μαχάς, εξαίρει
το ρόλο των Θεσσαλών μαχητών: «Η Τζούλια εθεωρείτο η καλύτερη μονάδα του
ιταλικού στρατού. Είχε όλα τα εφόδια για ορεινό αγώνα.
Οι στρατιώτες της
κατάγονταν από τις Άλπεις και ήσαν ειδικά εκπαιδευμένοι για ορεινό αγώνα. Την
επίλεκτη αυτή μονάδα εκλήθησαν να την αντιμετωπίσουν Θεσσαλοί, που οι
περισσότεροί τους ήσαν πεδινοί και χωρίς τα κατάλληλα εφόδια. Αλλά “την έκαναν
καλά”. Ο Θεσσαλός στρατιώτης είναι εκλεκτός. Μας άρεσε πολύ. Είχα ξαναπολεμήσει
με Θεσσαλούς και μάλιστα τσολιάδες, όπως και με Στερεοελλαδίτες, Πελοποννησίους
και άλλους.
Ο Θεσσαλός στρατιώτης είναι πολύ πειθαρχικός, πολύ υπομονετικός και
δείχνει μεγάλη αντοχή στην πείνα και στις κακουχίες του πολέμου. Ανεβαίνει και
στις δυσπρόσιτες κορφές. Στην Πίνδο οι πεδινοί της Θεσσαλίας νίκησαν τους
ορεινούς της Ιταλίας». Ο Δημήτριος Παπαδόπουλος, σωματάρχης του Β΄ Σ.Σ.,
αναφέρεται κι αυτός στην ιδιαίτερη συμβολή των Θεσσαλών μαχητών κατά τη
διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου: «Τα θεσσαλικά τμήματα πολέμησαν έκτακτα
στην Πίνδο. Το περίμενα αυτό. Ήξερα τους Θεσσαλούς. Είχα ξαναπολεμήσει μαζί
τους, όταν υπηρετούσα στην 1η Μεραρχία».
Η συμβολή, όμως, των Θεσσαλών στον
ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 δεν περιορίστηκε στην απόκρουση της εχθρικής
επίθεσης κατά τις πρώτες μέρες του πολέμου. Λαμπρές σελίδες δόξας και ηρωισμού
έγραψαν οι Θεσσαλοί στρατιώτες σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και κυρίως κατά
την «Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών, τον Μάρτιο του 1941.
Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου 1941 και κρίθηκε τόσο
σημαντική, ώστε ο Μουσολίνι επέλεξε να παραστεί αυτοπροσώπως στην πρώτη γραμμή
του μετώπου. Η ιταλική επίθεση στράφηκε κυρίως εναντίον του τομέα της 1ης Μεραρχίας
(Θεσσαλίας), της επονομαζόμενης και «Σιδηράς», με διοικητή τον υποστράτηγο
Βασίλειο Βραχνό. Οι Ιταλοί παρέταξαν απέναντι στους λίγους και εξαντλημένους
από τον τετράμηνο πολεμικό αγώνα, Έλληνες μαχητές, τα εκλεκτότερα σώματα του
ιταλικού στρατού, τις μεραρχίες «Κάλιαρι»,
«Πούλιε», «Πινερόλο», «Μπάρι», «Σιένα» και τη Μεραρχία Αλπινιστών «Πουστερία».
Από την αρχή της επίθεσης, ιδιαίτερη βαρύτητα
έδωσαν οι Ιταλοί στην κατάληψη του υψώματος 731. Το ύψωμα αυτό, που βρίσκεται
στα στενά της Κλεισούρας, στο βουνό Τρεμπεσίνα, ήταν ένα στρατηγικό πέρασμα στα
βουνά της Αλβανίας, η κατάληψη του οποίου θα άνοιγε τον δρόμο για τα Ιωάννινα. Τον
απεγνωσμένο αγώνα για την υπεράσπιση του
υψώματος 731 από την ελληνική πλευρά ανέλαβε το 2ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, με διοικητή τον ταγματάρχη Δημήτριο Κασλά, αποτελούμενο
από Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες κατά βάση στρατιώτες. Επί εφτά μερόνυχτα οι υπερτριπλάσιες
σε δύναμη ανδρών ιταλικές δυνάμεις, ενισχυμένες με βομβαρδιστικά αεροπλάνα και
με τεράστιο αριθμό κανονιών και όλμων, βομβάρδιζαν τον λόφο και επιχειρούσαν
συνεχείς επιθέσεις.
Μετά το πολυήμερο ανηλεές σφυροκόπημα το κατάφυτο ύψωμα είχε
μείνει γυμνό από βλάστηση, τα χαρακώματα, οι οχυρώσεις και τα συρματοπλέγματα
είχαν καταστραφεί, τα διαμελισμένα κορμιά και η μυρωδιά από καμένη σάρκα και
μπαρούτι συνέθεταν ένα σκηνικό κολάσεως. Ωστόσο, οι Θεσσαλοί στρατιώτες, τσακισμένοι
από την κούραση, νηστικοί και με τεράστιες απώλειες, κατόρθωσαν με πείσμα και αυταπάρνηση
να αποκρούσουν τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Ιταλών και να κρατήσουν το ύψωμα
731. Στις 21 Μαρτίου οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να σταματήσουν την επίθεση σε όλο
το μέτωπο και ο Μουσολίνι, ταπεινωμένος
και απογοητευμένος, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για τη Ρώμη.
Σύμφωνα με τον στρατηγό, Ιωάννη Μυτιληναίο, «…Ο
απαράμιλλος ηρωισμός των Θεσσαλών στο ύψωμα 731 δεν ήταν τυχαίος. Δεν πολέμησαν
έτσι επειδή έτυχε να βρεθούν στο ύψωμα αυτό αμυνόμενοι και δεν μπορούσαν να
κάνουν κάτι άλλο. Άλλοι στρατιώτες, από άλλη περιοχή ίσως να έκαναν το ίδιο,
ίσως όχι. Οι Θεσσαλοί στρατιώτες του Β΄ Σ.Σ. ήσαν οι συνεχιστές μιας ιστορίας
που θέλει τα θεσσαλικά τμήματα να διακρίνονται πάντοτε στους αγώνες του έθνους…
Αυτοί είναι οι Θεσσαλοί στρατιώτες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Η Τιτανομαχία
του υψώματος 731 είναι η πιο σημαντική ηρωική τους πράξη…».
Όπως σε τόσους και τόσους αγώνες στο παρελθόν, έτσι
και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, η αριθμητική υπεροχή και η υπεροπλία
του αντιπάλου, ο βαρύς χειμώνας και τα κρυοπαγήματα, η πείνα και οι στερήσεις
δεν έκαμψαν το φρόνημα του Έλληνα στρατιώτη, του Θεσσαλού αγωνιστή. Δικαιούμαστε,
λοιπόν, ως Θεσσαλοί να είμαστε υπερήφανοι για την ηρωική και ανυπέρβλητη
συμβολή των παππούδων μας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βιβλιογραφία - Πηγές
1. Ακαδημία Αθηνών, Η συμμετοχή της Ελλάδος στο Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, τ. Β΄, Αθήνα 1998.
2. Αρσενίου Λάζαρος, Ανατομία του έπους 1940-1941, εκδόσεις
Δωδώνη 1998.
3. Μαχάς Δημήτριος, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, τ. Α΄, Αθήνα 1967.
4. Μυτιληναίος Ιωάννης, «Η Τιτανομαχία του Υψώματος 731», Τρικαλινά
2000.
5. Νημάς Θεόδωρος, «Μαρτυρίες πολεμιστών της περιοχής
Τρικάλων για τον πόλεμο 1940-41», Τρικαλινά 1/1981.
6. Τερζάκης Άγγελος, Η
Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Αθήνα 1964.