Οι αγώνες του
ελληνικού έθνους για την υπεράσπιση της πατρίδας ήταν πάντοτε συλλογικοί. Ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940-41 δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Ήταν
ένας συλλογικός αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου η χώρα μας θρήνησε χιλιάδες
νεκρούς οπλίτες και αξιωματικούς, οι οποίοι είναι άγνωστοι στο ευρύ κοινό.
Συμβαίνει όμως κάποιες φορές, η ιστορία, για λόγους συμβολικούς και χωρίς να
παραγνωρίζει την αξία του συλλογικού αγώνα, να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για
τους πρώτους ήρωες, τους πρώτους νεκρούς. Αυτούς τους καταγράφει ονομαστικά και
αφηγείται την προσφορά και τη θυσία τους με κάθε λεπτομέρεια. Έτσι έπραξε η
ιστορία και στην περίπτωση του πρώτου νεκρού Έλληνα στρατιώτη στον πόλεμο του
1940-41.
Ξημέρωνε η 28η
Οκτωβρίου 1940, ώρα 5.30΄. Μετά την αρνητική απάντηση του Ι. Μεταξά στο
τελεσίγραφο των Ιταλών, οι ιταλικές
δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα σύνορά της με την Αλβανία, την οποία
είχαν ήδη καταλάβει, και άρχισαν να προσβάλλουν τις ελληνικές θέσεις στην
Ήπειρο με τέσσερις μεραρχίες. Η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» κινήθηκε στον δυτικό
τομέα της Ηπείρου, η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» και η Τεθωρακισμένη Μεραρχία
«Κενταύρων» προς την κατεύθυνση του Καλπακίου, με σκοπό να διασπάσει την ελληνική
άμυνα και να κατευθυνθεί προς τα Γιάννενα, και η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια»
προς το Μέτσοβο, με σκοπό την
περικύκλωση των ελληνικών δυνάμεων. Απέναντί τους, μία ελληνική
μεραρχία, η ηρωική 8η Μεραρχία Πεζικού, υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο,
είχε αναλάβει το δύσκολο έργο της αρχικής απόκρουσης και αναχαίτισης του
εχθρού.
Μέσα στο πηχτό
ακόμα σκοτάδι οι άγρυπνοι άνδρες των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως στην
ελληνοαλβανική μεθόριο είδαν ξαφνικά από απέναντι χιλιάδες μικρές λάμψεις. Και
σχεδόν αμέσως τους σκέπασε ο ορυμαγδός από παντός είδους εκρήξεις. Οβίδες και
βλήματα βαρέως και πεδινού πυροβολικού τίναζαν στον αέρα τις οχυρώσεις των
ελληνικών θέσεων, θραύσματα από όλμους σκόρπιζαν τον θάνατο, κροταλίσματα
πολυβόλων έσκιζαν τον αέρα. Είχε αρχίσει το «φράγμα πυρός» που προηγείται κάθε
επιθέσεως. Σε λίγο, κι ενώ οι Έλληνες στρατιώτες, σαστισμένοι και τυφλωμένοι
από τις εκρήξεις, κάρφωναν το βλέμμα στο σκοτάδι της μεθορίου, το ιταλικό
πυροβολικό σταμάτησε. Και τότε ακούστηκαν σφυρίγματα και παραγγέλματα στα
ιταλικά: «Αβάντι, Αβάντι...». Το πεζικό και τα τεθωρακισμένα των Ιταλών
ξεχύνονταν σε πυκνούς σχηματισμούς προς τις ελληνικές θέσεις.
Μετά από λίγα
λεπτά της ώρας τα πρώτα ιταλικά στρατεύματα είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από
τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως. Το 21ο προκεχωρημένο φυλάκιο του 51ου
Συντάγματος Πεζικού του συνταγματάρχη Κων/νου Δαβάκη, αποτελούμενο από
Θεσσαλούς στρατιώτες, δέχθηκε τις πρώτες εκείνες ώρες την επίθεση της κύριας
δύναμης των Ιταλών. Πίσω από τα σκόπευτρα, με το δάκτυλο στη σκανδάλη, οι
φρουροί του φυλακίου προσπαθούσαν να διαπεράσουν το σκοτάδι, αναμένοντας τον
εχθρό που πλησίαζε. Ένας από τους στρατιώτες, που εκτελούσε χρέη σκοπού στο
φυλάκιο, ήταν ο πρώτος που βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εχθρό.
Διακρίνοντας
εχθρικές κινήσεις σε κοντινή απόσταση,
επιχείρησε αναγνώριση και πυροβόλησε στον αέρα. Και τότε, εκεί, στην πρώτη
γραμμή της ελληνοαλβανικής μεθορίου, μια σφαίρα Ιταλού στρατιώτη (ίσως θραύσμα
όλμου, σύμφωνα με κάποιους συμπολεμιστές του) βρήκε τον Έλληνα στρατιώτη στο
μέτωπο, πάνω από το μάτι, και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Ήταν ο στρατιώτης
Τσιαβαλιάρης Βασίλειος του Ιωάννη, γεννηθείς το 1912 στην Πιαλεία Τρικάλων,
σκοπευτής πολυβόλου στο 51ο Σύνταγμα Πεζικού. Ο πρώτος νεκρός του ελληνοϊταλικού
πολέμου που έπεσε υπερασπιζόμενος το 21ο φυλάκιο προκαλύψεως στο ύψωμα 1934
(θέση Γκόλιο) των ελληνοαλβανικών συνόρων. Ένας απλός οπλίτης, ένας ανώνυμος
Έλληνας στρατιώτης.
Η τελευταία φορά
που τον είδαν στο σπίτι, ήταν λίγες μέρες μετά τη μερική επιστράτευση που
κηρύχτηκε στα τέλη Αυγούστου του 1940,
ύστερα από τα γεγονότα του τορπιλισμού της «Έλλης» στην Τήνο. Ο πεντάχρονος
τότε γιος του, Νίκος, θυμάται τον πατέρα του ντυμένο στρατιώτη. Θυμάται ακόμα
και τις προτροπές του προς τη σύζυγό του, που ανησυχούσε: «Μην ανησυχείς. Όλα
θα πάνε καλά. Όλα θα πάνε καλά». Λίγες ώρες πριν από την ιταλική επίθεση, το
βράδυ της 27ης προς 28η Οκτωβρίου, στη μονάδα του Βασίλη Τσιαβαλιάρη που
βρισκόταν πιο πίσω, καθόριζαν τη βάρδια στα φυλάκια της προκάλυψης. Ένας αξιωματικός
είχε διαπιστώσει ότι κάτι δεν πάει καλά, κάποιες ασυνήθιστες κινήσεις
παρατηρήθηκαν στην απέναντι πλευρά. Γι’ αυτό διατάχθηκε αυξημένη επιφυλακή και
ενισχυμένες σκοπιές για το ίδιο βράδυ στα φυλάκια. Ο πρώτος που σηκώθηκε και
προσφέρθηκε εθελοντικά για την υπηρεσία ήταν ο Βασίλης Τσιαβαλιάρης….
Η τελευταία του
έγνοια πριν ξεψυχήσει, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συμπολεμιστών του, ήταν τα
παιδιά του: «Παν’ τα παιδούλια μ’». Αφού
ξεψύχησε, οι συμπολεμιστές του στο 21ο φυλάκιο από το Γοργογύρι Τρικάλων και
από το Φανάρι Καρδίτσας τον μετέφεραν πιο πίσω και αργότερα ανέλαβαν το άχαρο
καθήκον να μεταφέρουν τη θλιβερή είδηση στη σύζυγό του, Ελένη, και στα τρία
ορφανά πλέον παιδιά του, Νικόλαο, Γεώργιο και Αλεξάνδρα, που τόσο πολύ
αγαπούσε.
Σήμερα, σε
κεντρικό σημείο της Πιαλείας Τρικάλων, δεσπόζει ο ανδριάντας του Βασίλη
Τσιαβαλιάρη και κάθε χρόνο
διοργανώνονται προς τιμήν του εκδηλώσεις μνήμης με την επωνυμία «Τσιαβαλιάρεια», κατά τη διάρκεια των οποίων
τελείται επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων από τις πολιτικές και
στρατιωτικές αρχές. Αξίζει κάθε τιμή στον πρώτο πεσόντα Έλληνα στρατιώτη του
ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41.
Πηγές:
1. Αρχεία Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, «Αγώνες και Νεκροί
του ελληνικού Στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο 19440-45».
2. «Έθνος της Κυριακής», 26-10-2003.
3. «Καθημερινή της Κυριακής», 3-10-1999.
4. Παπαβασιλείου Γεώργιος, Ο πρώτος νεκρός του έπους του
1940 (δημοσιεύματα στον Τύπο).
5. Τερζάκης Άγγελος, Η ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, Εστία,
2008.