Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Ο θάνατος του Γ. Καραϊσκάκη: Θάνατος στη μάχη ή οργανωμένη δολοφονία;


Σεραφείμ Μυλωνάς
Φιλόλογος – Έφεδρος αξιωματικός



Ένα από τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και μια σκοτεινή σελίδα του επαναστατικού αγώνα του 1821 αποτελεί ο θάνατος του Γεωργίου Καραΐσκάκη, ο οποίος έπεσε νεκρός από βόλι στις 23 Απριλίου του 1827, την ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Για πολλούς έπεσε στο πεδίο της μάχης από εχθρικά πυρά και για άλλους από Έλληνες που ενεργούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του. Ο αγώνας και ο θάνατος του Καραϊσκάκη είναι μια γοητευτική, δύσκολη και σκοτεινή ιστορία, που συνδέεται με τη γενικότερη πορεία της Επανάστασης, αλλά και τη μετέπειτα πορεία της χώρας.

      Μετά τη μεγαλειώδη νίκη επί των Τούρκων στην Αράχωβα στις 24 Νοεμβρίου 1826, ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Αττική, για να αντιμετωπίσει τον Κιουταχή, που συνεχίζει την πολιορκία της Ακρόπολης. Στις 4 Μαρτίου 1827 πετυχαίνει αποφασιστική νίκη εναντίον των Τούρκων στο Κερατσίνι, όπου έχει στρατοπεδεύσει αρχικά. Για πρώτη φορά, ύστερα από σειρά αποτυχιών που κορυφώθηκαν με την πτώση του Μεσολογγίου, ο Καραϊσκάκης είχε αρχίσει να αντιστρέφει το αρνητικό κλίμα. Στις  21 Απριλίου 1827 μεταφέρει το στρατόπεδό του στο Φάληρο, έτοιμος για μία από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης.

 Όμως, παρά τις επιτυχίες του, με απόφαση της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (Απρίλιος 1827) τού αφαιρέθηκε η αρχιστρατηγία της Ρούμελης, η οποία ανατέθηκε στους φιλέλληνες Άγγλους αξιωματικούς Ριχάρδο Τσωρτς (επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων) και Τόμας Κόχραν (επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων). Οι δύο Άγγλοι αξιωματικοί ήταν υπέρ της εφαρμογής των πολεμικών τακτικών οργανωμένου στρατού, αγνοώντας τις επισημάνσεις του Καραϊσκάκη ότι οι συγκεκριμένες τακτικές δεν ταίριαζαν με την πολεμική εμπειρία των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής και ότι θα οδηγούσαν το ελληνικό στράτευμα σε βέβαιη σφαγή. 
 Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης αντιπρότεινε να ενταθεί ο αποκλεισμός των δυνάμεων του Κιουταχή από ξηρά και θάλασσα και να επιχειρηθεί η δοκιμασμένη τακτική της συνεχούς παρενόχλησης και των αιφνιδιαστικών επιθέσεων εναντίον του εχθρού. Μην μπορώντας όμως να επιβάλει τη γνώμη του, υπέκυψε στις αποφάσεις της Διοίκησης και αποσύρθηκε απογοητευμένος και άρρωστος στη σκηνή του.
      Η επιχείρηση ορίσθηκε να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827 και εκδόθηκε διαταγή να αποφεύγονται οι άσκοποί πυροβολισμοί μέχρι να δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση. Ωστόσο, παρά τη διαταγή, το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1827 ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και, καθώς εκείνοι απαντούσαν, οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν.

 Ο Καραϊσκάκης, αν και άρρωστος, έσπευσε στο πεδίο της συμπλοκής περιστοιχισμένος από πολλούς έφιππους αξιωματικούς και το άτακτο ιππικό, με σκοπό να σταματήσει την αψιμαχία και να αποτρέψει την πρόωρη έναρξη της μάχης. Μετά από λίγες ώρες η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται. Καθώς όμως ο Καραϊσκάκης  προχωρούσε προς τη μάντρα (οχύρωμα), όπου ήταν ταμπουρωμένοι οι εχθροί, δέχτηκε ξαφνικά ένα βόλι στο υπογάστριο. Κατάλαβε ότι το πλήγμα ήταν σοβαρό, αλλά συνέχισε έφιππος  να επιβλέπει  την κατάσταση μέχρι να συγκεντρωθούν οι στρατιώτες στις θέσεις τους.
 Όταν επέστρεψε στη σκηνή του, οι σύντροφοί του τον κατέβασαν από το άλογο και οι γιατροί που έσπευσαν να τον εξετάσουν διαπίστωσαν ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη βουβωνική χώρα. Ο ίδιος, συνειδητοποιώντας ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, υπαγόρευσε τη διαθήκη του και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. 

Τα τελευταία λόγια που είπε στους συμπολεμιστές του, κατά τον Στρατηγό Μακρυγιάννη που τον επισκέφθηκε, ήταν: «Εγώ πεθαίνω. Όμως εσείς να είστε μονοιασμένοι και να βαστήξετε την πατρίδα». Στις 23 Απριλίου 1827 το απόγευμα, ανήμερα της γιορτής του, ο  Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του. Η είδηση του θανάτου του πάγωσε τους Έλληνες και επηρέασε το ηθικό του στρατεύματος. Την επομένη (24 Απριλίου 1827), οι Έλληνες, υπό την ηγεσία του Κόχραν, με πεσμένο ηθικό και κακή στρατηγική, υπέστησαν συντριπτική ήττα στη μάχη του Ανάλατου από τον Κιουταχή, ο οποίος πολύ γρήγορα κατέστειλε την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα.  
      Οι συνθήκες, ωστόσο,  κάτω από τις οποίες πέθανε ο Καραϊσκάκης παραμένουν ακόμα αδιευκρίνιστες και σχετικά με τον θάνατό του διατυπώθηκαν διάφορες εκδοχές. Οι αγωνιστές Γενναίος Κολοκοτρώνης, Λάμπρος Κουτσονίκος και Χρήστος Βυζάντιος υποστήριξαν ότι δυο Τούρκοι που βρίσκονταν στο οχύρωμα αναγνώρισαν τον Καραϊσκάκη και τον πυροβόλησαν στην κοιλιά. Ο Χριστόφορος Περραιβός θεωρεί ότι τον Καραϊσκάκη πυροβόλησε Τούρκος καβαλάρης που αφίππευσε. Από τους παραπάνω όμως ισχυρισμούς δεν δικαιολογείται η πορεία της σφαίρας. Από την άλλη, από τις πρώτες ώρες του θανάτου του, κυκλοφόρησε έντονη φημολογία πως ο δράστης ήταν Έλληνας.

 Ο γραμματέας του Καραϊσκάκη, Δημήτριος Αινιάν, αναφέρει ότι, λίγο πριν ξεψυχήσει ο ήρωας, είπε στους Χ. Χατζηπέτρο και  Γ. Γρίβα ότι «επληγώθη  από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν  τον αίτιον και ότι αν ήθελε ζήσει, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει επίσης ότι  ο Καραϊσκάκης, μιλώντας στους συντρόφους του λίγες ώρες πριν πεθάνει, άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει τους δράστες: «Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (εκδίκη­ση)…». Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, που επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, υποστηρίζει ότι τον πυροβόλησαν πληρωμένοι μπράβοι του Μαυροκορδάτου. 

Την ίδια θεωρία φαίνεται να ασπάζονται ο Σπύρος Σπυρομήλιος και ο  Δημήτρης Φωτιάδης, οι οποίοι, εκτός από τον Μαυροκορδάτο, βλέπουν ως ηθικούς αυτουργούς τους Κόχραν και Τσωρτς και γενικότερα τους Άγγλους, που ήθελαν τον περιορισμό της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Αλλά και ο Δημήτρης  Σταμέλος θεωρεί ότι η δολοφονία του Καραϊσκάκη οργανώθηκε από τους Μαυροκορδάτο, Τσωρτς  και  Κόχραν,  καθώς η αγγλική κυβέρνηση δεν ήθελε να απελευθερωθεί η Στερεά Ελλάδα. 

Όμως η λίστα των πιθανών «υπόπτων» για τη δολοφονία του ήρωα είναι ιδιαίτερα μεγάλη:  Αγραφιώτες που δεν τον ήθελαν στρατιωτικό αρχηγό στην επαρχία τους,  ανταγωνιστές  στρατιωτικοί και πολιτικοί που αντιπαρατέθηκαν σκληρά μαζί του στο παρελθόν, εκείνοι που επιθυμούσαν να απομακρυνθεί από την κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας το 1826–1827, καθώς και εκείνοι που διαφωνούσαν με τα πολεμικά του σχέδια, επειδή θεωρούσαν άλλον καταλληλότερο ή έτρεφαν προσωπικές φιλοδοξίες.

      Πριν από λίγα χρόνια, επιχειρήθηκε μια νέα προσπάθεια αναψηλάφησης των συνθηκών κάτω από τις οποίες σκοτώθηκε ή δολοφονήθηκε ο Καραϊσκάκης. Ο τότε προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, Φίλιππος Κουτσάφτης, με τη βοήθεια του ιστορικού Διονυσίου Τζάκη επιχείρησε μια ιατροδικαστική προσέγγιση του θανάτου του, στηριγμένη στις περιγραφές του αγωνιστή Νικολάου Κασομούλη και του ιστορικού Δημήτρη Φωτιάδη. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη ιατροδικαστική προσέγγιση, η οποία δημοσιεύτηκε στον Αθηναϊκό τύπο, τη στιγμή του πυροβολισμού του ο Καραϊσκάκης ήταν έφιππος.
 Η πύλη εισόδου του τραύματος και η φορά της βολίδας (από πάνω προς τα κάτω) συνηγορούν στο ότι χτυπήθηκε από υψη­λότερο σημείο. Εάν ο πυροβολισμός έγινε από μεγάλη απόσταση, τότε ο σκοπευτής πρέπει να ήταν σε κάποιο δέντρο ή σε κάποια μάντρα. Εάν έγινε από μικρή απόσταση, πρέπει να τον πυροβόλησε κάποιος από τον περίγυρό του, αφού σηκώθηκε όρθιος πάνω στο άλογο. Κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης κατάφερε να ιππεύσει και πάλι, ο Κουτσάφτης υποστηρίζει ότι το τραύμα μπορεί πράγματι να ήταν στη βουβωνική χώρα και να μην ήταν άμεσα θανατηφόρο. Εάν δεχτούμε λοιπόν ως ακριβείς τις περιγραφές του Κασομούλη και του Φωτιάδη, η ιατροδικαστική εξέταση αφήνει πολύ μεγάλες πιθανότητες ο Καραϊσκάκης να δολοφονήθηκε πραγματικά από Έλληνες. 

      Πέρα από τις υποθέσεις και τις εκτιμήσεις, ο δολοφόνος του Έλληνα οπλαρχηγού δεν βρέθηκε ποτέ. Η υπόθεση, ωστόσο, του θανάτου του Καραϊσκάκη μας βοηθά να κατανοήσουμε το μεγαλείο της προσωπικότητάς του. Μας βοηθά όμως να κατανοήσουμε και το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα της εποχής και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι διαφωνίες, οι αντιπαραθέσεις και οι βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις  κατά τη διάρκεια του Αγώνα έβλαψαν την υπόθεση της Επανάστασης και υπονόμευσαν τη μετέπειτα πορεία της χώρας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Αινιάν Δ., Η βιογραφία του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη. Εκδόσεις  Ars Brevis, Αθήνα  2013.
2. Γιαννόπουλος Ν., 1821. Οι μάχες των Ελλήνων για την Ελευθερία. Εκδόσεις  Historical Quest, Αθήνα 2016.
3. «Καθημερινή», Περιοδικό «Κ», τεύχος 355, 21 Μαρτίου 2010.
4. Σταμέλος Δ., Ο θάνατος του Καραϊσκάκη.  Συμπτωματικό γεγονός ή οργανωμένη δολοφονία;  Εκδόσεις  Εστία, Αθήνα 1987.
5. Τζάκης Δ., Γεώργιος Καραϊσκάκης, εκδόσεις ΔΟΛ, Αθήνα 2009.
6. Τρικούπης Σ., Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2007.
7. Φωτιάδης Δ., Καραϊσκάκης. Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1995.