Ο Δημήτριος Νενέκος ήταν οπλαρχηγός της Επαρχίας Πατρών κατά
την Επανάσταση του 1821. Ήταν αρβανίτικης καταγωγής από το χωριό Ζουμπάτα
(σήμερα Πηγή). Κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης αγωνίστηκε πιστά και με
ανδρεία τόσο στις μάχες στην Πελοπόννησο, όσο και στην Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Κατά την εκστρατεία όμως του Ιμπραήμ πασά το 1825,
δελεάστηκε από υλικά ανταλλάγματα και μετατράπηκε σε συνειδητό προδότη της
Επανάστασης. Έμεινε πιστός μέχρι τέλους στη συμμαχία του με τον Ιμπραήμ με
συνέπεια το όνομά του να γίνει συνώνυμο του προδότη και του προσκυνημένου.
Ο Νενέκος υπαγόταν στρατιωτικά στον προεστό της Αχαΐας Θάνο
Κανακάρη και στον γιο του Μπενιζέλο Ρούφο και είχε περισσότερους στρατιώτες από
τον εξάδελφό του Αθανάσιο Σαγιά, ο οποίος άνηκε στη σφαίρα επιρροής του
Κολοκοτρώνη.
Και οι δύο στρατολογούσαν στην επικράτεια των Ζουμπατοχωρίων
και τα πρώτα χρόνια ο Νενέκος αποδείχθηκε επίσημος και ικανός καπετάνιος
αποκτώντας ισχύ μεταξύ των συγχωριανών του.
Αναφέρεται ότι ο Νενέκος για να αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία
μεταξύ των οπλαρχηγών του Μπενιζέλου Ρούφου, δολοφόνησε τους αντιζήλους του
Σπανοκυριάκο και Σαγιά (αδελφό του Αθανασίου).
Τον Μάρτιο του 1822, εξεστράτευσε με εντολή της Επαρχίας
Πατρών στην Δυτική Στερεά Ελλάδα με 70 άνδρες υπό τον στρατηγό Κανέλλο
Δεληγιάννη. Αρχικά χρησίμευσε ως οδηγός του σώματος του Γενναίου Κολοκοτρώνη,
ενώ στην συνέχεια μετακινήθηκε στο Μακρυνόρος και ακολούθησε τον Ανδρέα Ίσκο.
Αναδείχθηκε σε έναν από τους γενναιότερους καπεταναίους της
περιοχής του και έγινε γνωστός επίσης από την πολιορκία των Πατρών, ενώ
εξεστράτευσε μαζί με τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο κατά την πρώτη
πολιορκία του Μεσολογγίου.
Οι χωρικοί της Επαρχίας Πατρών είχαν πάντοτε προβλήματα λόγω
της συνεχούς παρουσίας Οθωμανών στην περιοχή τους που μετακινούνταν από και
προς το φρούριο της Πάτρας, τα οποία επιδεινώθηκαν περισσότερο μετά την εισβολή
του Ιμπραήμ.
Ο Ιμπραήμ Πασάς και ο Δελή Αχμέτ Πασάς προσέλκυσε τους
χωρικούς των Ζουμπατοχωρίων με το προσκύνημα, εκμεταλλευόμενος την άθλια
κατάστασή τους και τις καλές σχέσεις που ανέπτυξαν αυτοί με τους επίσης
ομιλούντες την αλβανική γλώσσα έγκλειστους στην Πάτρα μωαμεθανούς του Λάλα.
Άρχισαν οι χωρικοί να έρχονται ελεύθερα σε εμπορικές και
φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Πάτρας, χωρίς να τους ενοχλεί κανείς
κατόπιν εντολών των πασάδων. Με την απλή προϋπόθεση της υποταγής
(προσκυνήματος).
Πρωταγωνιστής σε αυτήν την διαδικασία υπήρξε ο Νενέκος από
τον οποίον ἤγοντο καὶ ἐφέροντο όλοι οι Αρβανίτες των χωριών της Πάτρας, όπως
ισχυρίζεται ο Φωτάκος.
Ο Ιμπραήμ συμπάθησε πολύ τον Νενέκο στον οποίο χάρισε
χρήματα, άλογα, του υποσχέθηκε γαίες και ασυδοσία προς αυτόν και όλη τη γενεά
του κληρονομικώς και εκτός των άλλων προκάλεσε και σουλτανικό φιρμάνι με το
οποίο ονομάστηκε Μπέης Νενέκος.
Ο Νενέκος οργάνωσε με τους επίσης προσκυνημένους οπλαρχηγούς
2,000 ενόπλους της περιοχής του που ακολουθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ,
σαν οπισθοφυλακή με αρκετές συμμετοχές σε συγκρούσεις με τους επαναστάτες.
Όπως αναφέρει ο Φωτάκος γρήγορα οι υπόλοιποι αρχικά
σύντροφοι του Νενέκου στο προσκύνημα, οπλαρχηγοί Κοντογεωργακαίοι, Σταμάτης
Μποτιώτης, Χαρμπίλας, Γκολφίνος Λουμπεστιάνος, Τσετσεβίτες, Κώστας
Γκερμπεσιώτης, οι Αγιοβλασίτες αδελφοί Οικονομόπουλοι αποσπάστηκαν αμέσως από
τους προδότες χωρίς να έλθουν σε επαφή με τους Τούρκους, αλλά τα αποτελέσματα
δεν άλλαξαν πολύ, αφού τα πλήθη των χωρικών ακολουθούσαν τυφλά τον Νενέκο.
Ο Χαρμπίλας και ο Σαγιάς κατόπιν οδηγιών του Θεοδώρου
Κολοκοτρώνη επιχείρησαν μάταια να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους προς
απομάκρυνση των κατοίκων των Ζουμπατοχωρίων απο τον Νενέκο και τους Τούρκους,
με αποτέλεσμα να προχωρήσουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Το γεγονός που εξόργισε τον Κολοκοτρώνη ήταν ότι ο Νενέκος
είχε την ευκαιρία να αιχμαλωτίσει ή να εξοντώσει τον Ιμπραήμ και δεν το έπραξε.
Σημειωτέον ότι ο Ιμπραήμ χρησιμοποιούσε κάθε είδους μέσο,
τρομοκρατία και βαρβαρότητες, ακόμα και απόπειρες δολοφονίας κατά του
Κολοκοτρώνη για να σβήσει την Επανάσταση. Το περιστατικό περιγράφεται από τον
Φωτάκο.
Ο Ιμπραήμ βρέθηκε στο έλεος του Νενέκου, όταν χάθηκε μόνος
του σε δάσος, αλλά ο Νενέκος πιστός στην συμφωνία τους τον περιποιήθηκε και τον
οδήγησε ασφαλή στο στρατό του.
Εἰς δὲ τὸν Ἰμβραὴμ ἐρχόμενον, ὡς εἴπαμεν, ἀπὸ τὰς Πάτρας εἰς
τὰ Καλάβρυτα συνέβη τὸ ἀκόλουθον συμβάν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ χάνι τοῦ
Βερβαινίκου ἐκεῖ ἐπαραδρόμησε, καὶ χωρισθεὶς ἀπὸ τὴν φρουράν του ἐπλανᾶτο ἐμβὰς
μέσα εἰς τὸ πλησίον δάσος.
Ἀφοῦ δὲ ἐπλανήθη ἕως ἕνα διάστημα, ἐννοήσας τὴν παραδρομήν, ἐπέστρεφε
πάλιν ὀπίσω, καὶ κατὰ τύχην ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τουρκοπροσκυνημένων Ἑλλήνων,
οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διαταγήν του παρηκολούθουν τὸν στρατόν του ὡς ὀπισθοφύλακες.
Ὁ Πασᾶς ἦτο μόνον καὶ ἀκολούθει αὐτὸν μόνον ἕνας Τοῦρκος
τσιμπουκοδότης. Ὁλόκληρος δὲ αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐβάδιζε μὲ τὸν Νενέκον, καὶ ἐφρουρεῖτο
ἀπὸ τοὺς μισθωτοὺς Ἕλληνας.
Ἀπὸ δὲ τὸ χάνι τοῦ Βερβαινίκου ἕως τὸ Λιβάδι τῆς Σάλμενας, ὅπου
ἐστρατοπέδευσε τὸ διάστημα εἶναι ὀκτὼ περίπου ὡρῶν. Καθ᾿ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ
Δεσπότη τὴν βρύσιν λεγομένην, ἐκεῖ ὁδὸν δὲ καὶ εἰς τοῦ Δεσπότη τὴν βρύσιν
λεγομένην, ἐκεῖ ἐκοιμήθη πολλὴν ὥραν ἀπὸ κάτω εἰς ἕνα δένδρον ἕως ὅτου ἡ ζέστα ἐπέρασεν.
Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ ἐξύπνησεν, οἱ Ἕλληνες τοῦ ἔδωκαν τροφὴν καὶ ἔφαγε,
καὶ μετὰ ταῦτα συνώδευσαν αὐτὸν ἕως τὸ βράδυ καὶ τὸν ὡδήγησαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ
στρατόπεδον. Φθάσας δὲ ὁ Ἰμβραὴμ εἰς τὸ στρατόπεδον ἐθύμωσε καὶ ἐμάλωσε ὅλους
τοὺς σωματάρχας του.
Ἔπειτα ἐπαίνεσε τὸν Νενέκον διὰ τὴν πίστιν του, καὶ παρησίᾳ
μάλιστα τὸν ἐχάϊδευσε μὲ τὰ χέρια του ἐνώπιον τῶν ἐπισήμων Τούρκων.
Ἔπειτα δὲ ἔγραψε καὶ ἐσύστησε πρὸς τὸν Σουλτάνον τὸν Νενέκον
διὰ τὴν τοιαύτην πίστιν καὶ εὐεργεσία πρὸς αὐτόν, καὶ ὁ Σουλτάνος τὸν ὠνόμασε
Μπέην καὶ τοῦ ἐχάρισε πολλὰς γαίας, καὶ οὕτως ἔκτοτε ὁ Νενέκος ἐλέγετο Μπέης ἀπὸ
τοὺς Τούρκους.
Ὁ δὲ Νενέκος τότε ἐλάμβανεν αἰχμάλωτον τὸν Ἰμβραὴμ, ἐὰν ἤθελε.
Μάλιστα δὲ ἐκεῖ πλησίον ἦτο τὸ μοναστῆρι τῆς Μακελαριᾶς ὀνομαζόμενον, τὸ ὁποῖον
ἦτο ἀπόρθητον. Πλησίον δὲ ἦτο ἐπίσης καὶ ἀσφαλέστερον ἐκείνου τὸ Μέγα Σπήλαιον,
οἱ δὲ Τοῦρκοι δὲν θὰ ἐγνώριζαν τὶ ἔγεινεν ὁ ἀρχηγός των, ἀλλ᾿ ὁ ἀσυνείδητος αὐτὸς
ἄνθρωπος ἐφύλαξε τὴν πίστιν του πρὸς τοὺς Τούρκους.
Ὅλα δὲ ταῦτα ἔμαθεν ὁ Γενικὸς Ἀρχηγός, καὶ ἀγανακτήσας ὡρκίσθη
παρρησία ἡμῶν εἰς τὸν Μεγάλον Θεὸν τῶν Ἑλλήνων καὶ εἶπεν, ὄτι ἐπιθυμεῖ τὸν
φόνον τοῦ Νενέκου, καὶ ἂν τὸν εὕρισκε πουθενὰ μὲ τὰ ἴδιά του χέρια τὸν ἐφόνευε,
(πρᾶγμα πολὺ παράξενον καὶ πρωτάκουστον ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κολοκοτρώνη νὰ ὁμιλῇ
περὶ φόνου, καὶ ὅτι μόνος του θέλει νὰ τὸν κάμῃ). Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Ἀθανάσιος
Σαγιᾶς ἐφόνευσε τὸν Νενέκον.
Ο ϊδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης περιγράφει λακωνικά στα
απομνημονεύματά του την οριστική εντολή του για την εκτέλεση του Νενέκου, που
παρέμενε πιστός στους Τούρκους ακόμα και όταν έφτασε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως
Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Ο εκτελεστής του Νενέκου, ήταν ο Αθανάσιος Σαγιάς, κατά μία
εκδοχή ήταν γυναικαδελφός και πρωτοπαλήκαρο του Νενέκου.
Ο Φωτάκος τον αναφέρει σαν εξάδελφό του. Κατά την
οικογενειακή παράδοση που αναφέρει ο Πέτρος Μπαλιώτης, από το χωριό Αγία Σωτήρα
(Πέρα) Μεσσηνίας, ο Σαγιάς ήταν πρόγονός του και η ιστορία του διασώθηκε
γραπτώς.
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο Σαγιάς, αρχικά δέχθηκε να
πραγματοποιήσει την εκτέλεση αλλά σύντομα μετάνιωσε και μετακινήθηκε στη
Μεσσηνία. Τελικά τον βρήκαν οι άνθρωποι του Κολοκοτρώνη και τον υποχρέωσαν να
πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του.
Λόγω του τίτλου του Μπέη που έφερε ο Νενέκος, υπήρξε επίσημη
διαμαρτυρία στην Ελληνική Πολιτεία από την Οθωμανική Πύλη.
Φαίνεται όμως ότι ο Νενέκος εξακολουθούσε να έχει αρκετή
υπόληψη ανάμεσα στους κατοίκους των Ζουμπατοχωρίων, όπως φαίνεται από θρηνητικά
τραγούδια της περιοχής τους που διέσωσε ο συμβολαιογράφος Δημήτριος Ζαλογγίτης
στα τέλη 19ου αιώνα.
(Πηγή)
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr