Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Η ιστορία του εορτασμού των Χριστουγέννων



      Σεραφείμ Μυλωνάς

                                               Φιλόλογος - Έφεδρος αξιωματικός

                                                Διευθυντής 6ου  Γυμνάσιου Καρδίτσας


     Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της Γέννησης του Χριστού ή, όπως την ξέρουμε, τα «Χριστούγεννα», ήταν άγνωστη στους πρώτους χρόνους της οικουμενικής χριστιανοσύνης. Την εποχή εκείνη επικρατούσε η αντίληψη ότι η γενέθλια ημέρα (dies natalis) δεν είχε ιδιαίτερη αξία, η λέξη «γενέθλια» ήταν άγνωστη λέξη στο χριστιανικό  λεξιλόγιο  και οι πρωτοχριστιανοί πολύ λίγο ενδιαφέρον έδειχναν για την ημέρα των γενεθλίων του Χριστού.  

Για τον λόγο αυτό, τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γέννηση του Χριστού δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή και οι Χριστιανοί την γιόρταζαν μαζί με τη βάφτιση (Θεοφάνεια) στις 6 Ιανουαρίου.  Η εορτή αυτή φαίνεται πως ξεκίνησε από την Εκκλησία τής Αλεξάνδρειας κι έπειτα εξαπλώθηκε σε όλη την Ανατολή. 


    Ο χρονικός προσδιορισμός της έναρξης εορτασμού των γενεθλίων του Ιησού δεν μπορεί γίνει με βεβαιότητα. Σύμφωνα με ορισμένες ιστορικές πηγές, η έναρξη του εορτασμού της Γέννησης του Χριστού πιθανολογείται κατά τον 2ο  ή και τον 3ο  αιώνα. Άλλες πάλι πηγές αναφέρουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη μόλις τον 4ο αιώνα, γύρω στο 335 μ.Χ. Λίγο αργότερα, το 354 μ.Χ, μετά από πολλές αντιρρήσεις, ορίστηκε στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α΄ ως ημέρα Γέννησης του Χριστού η 25η  Δεκεμβρίου και τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια.

    Αν και η πραγματική ημερομηνία της Γέννησης του Χριστού είναι πιθανότατα προγενέστερη από την 25η Δεκεμβρίου (κάποιοι την τοποθετούν την 20η Απριλίου, άλλοι τον Ιανουάριο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς στις 18 Νοεμβρίου, ο Μοναχός Κυπριανός στις 28 Μαρτίου), ο λόγος της τοποθέτησης του εορτασμού των Χριστουγέννων την ημέρα αυτή δεν ήταν τυχαίος. 


 Η 25η Δεκεμβρίου συνέπιπτε με την ειδωλολατρική γιορτή των Σατουρναλίων προς τιμήν του θεού Κρόνου, με τα γενέθλια του ειδωλολατρικού θεού Μίθρα και με τα Μπρουμάλια, τον εορτασμό της μικρότερης μέρας του έτους. Οι Ρωμαίοι, επιστρέφοντας από πολέμους της Ανατολής, έφεραν μαζί τους τη λατρεία πολλών θεών. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο περσικός Μίθρας, γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.

 Το γενέθλιόν του είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου, ο οποίος στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο ουράνιο στερέωμα. Η γέννηση του Θεού Ήλιου λατρευόταν με μεγαλοπρέπεια  στην αρχαία Ρώμη και ήταν ημέρα χαράς για τους Ρωμαίους.

     Η απήχηση της συγκεκριμένης γιορτής ήτα
ν τόσο πλατιά στα λαϊκά στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας,  που οι προτροπές των Πατέρων της Εκκλησίας δε στάθηκαν ικανές να ελαττώσουν τη συμμετοχή των πρώτων Χριστιανών.

 Γι’ αυτό, οι Πατέρες της Εκκλησίας προσπάθησαν να εξοβελίσουν τις παγανιστικές (ειδωλολατρικές, μη χριστιανικές) εορτές από τη ζωή των πρώτων Χριστιανών με τη μέθοδο της «υποκατάστασης». Όρισαν, δηλαδή, την 25η  Δεκεμβρίου ως ημέρα Γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας  από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως.  Έτσι,  με το πέρασμα του χρόνου ο εορτασμός της Γέννησης του Χριστού υποκατέστησε τις ειδωλολατρικές τελετές που πραγματοποιούνταν τη συγκεκριμένη ημέρα.


     Ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε γρήγορα από τη Δύση στην Ανατολή. Σύμφωνα με την παράδοση, γύρω στο 376 μ.Χ., ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας εκφώνησε την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως η εορτή των Χριστουγέννων εισήχθη από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, το έτος 379 μ.Χ. Το 386 μ.Χ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την Εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η  Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.

 Στην Εκκλησία της Αλεξάνδρειας ο εορτασμός των Χριστουγέννων καθιερώθηκε γύρω στα 433 μ.Χ και από εκεί εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές της Ανατολής. Έναν αιώνα περίπου  αργότερα, το 529 μ.Χ, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε σε όλη την επικράτεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και  ανακήρυξε την ημέρα δημόσια αργία. 

 Οι περισσότερες Χριστιανικές κοινότητες υιοθέτησαν την  25η  Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης του Χριστού. Εξαίρεση αποτέλεσε η Αρμενική Εκκλησία, η οποία δεν δέχθηκε την αλλαγή και διατήρησε την παλαιότερη παράδοση, την οποία ακολουθούν σήμερα όσες Εκκλησίες αποδέχονται το παλαιό ημερολόγιο (Ιουλιανό). 

    Στους αιώνες που ακολούθησαν ο εορτασμός  των Χριστουγέννων συνέχισε να εξαπλώνεται με γρήγορο ρυθμό σε όλο τον κόσμο.   Στα τέλη του 6ου αιώνα  καθιερώθηκε στην Αγγλία και μέχρι το τέλος του 8ου   αιώνα  είχε εξαπλωθεί μέχρι τη Σκανδιναβία. Ως τον 11ο αιώνα, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Εντούτοις, αργότερα, εξαιτίας της Μεταρρύθμισης (16ος  αιώνας), απαγορεύτηκε ή περιορίστηκε κατά περιόδους η τήρηση του εορτασμού τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική, καθώς θεωρούνταν ότι περιλάμβανε σε μεγάλο βαθμό ειδωλολατρικά στοιχεία.

 Η σύγχρονη χριστουγεννιάτικη κουλτούρα διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο τον 19ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική. Στη σύγχρονη εποχή, παρά την εμπορευματοποίησή τους, τα Χριστούγεννα θεωρούνται η λαμπρότερη εορτή της Χριστιανοσύνης και γιορτάζονται με ιδιαίτερη κατάνυξη, με μεγάλη ποικιλία εθίμων και μέσα σε θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα  από το σύνολο του χριστιανικού κόσμου.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

1. Θεοδοσίου Σ., Δανέζης, Μ., Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ, Δίαυλος, Αθήνα 2001.

2. Παναγιωτόπουλος Ι., Συνείσακτοι, Αθήνα 2000. 

3. Παπαδόπουλος Στ.,  Πατρολογία, Τόμος Α', Αθήνα 2000.

4. Στεφανίδης Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις Παπαδημητρίου, 1959.

5. Φειδάς Β. Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι την Εικονομαχία, τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002.

6. Φουντούλης Ι.,  Λογική λατρεία, Θεοφάνεια.  Πατερικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη1971.