
Ο
Γιάννης Καψής περιγράψει τη μάχη του Σταυρού, σύμφωνα μέ διήγηση του
ηρωϊκού συνταγματάρχη:
«Το
πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει
προς τον Τσεσμέ. Σ” όλη τη μαρτυρική πορεία του έμενε μακριά από τη μάζα του
Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός είναι μια ασθένεια μεταδοτική και ο Πλαστήρας
ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το Σύνταγμα του μέχρι τέλους. Και το κατόρθωσε,
δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της αυτοθυσίας.
Για
δέκα πέντε ημέρες είναι πάνω στ” άλογό του. Έφιππος τρώγει ότι του φέρνουν οι
άνδρες του, κάτι ελάχιστο – μήπως έχουν κι οι Τσολιάδες μας να φάνε; Έχουν
πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια
τους κρατούν και μαζεύουν στον δρόμο φρούτα, στα χωριά κανένα καρβέλι ψωμί –
τρώγουν όποτε έχουν, αλλά πολεμούν πάντοτε με την ίδια ορμή, που έχει
προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στους Τούρκους. Κι ο Πλαστήρας μένει ακλόνητος
πάνω στ” άλογό του. Παρακολουθεί τα πάντα, εμψυχώνει τους άνδρες του. Και,
πολλές φορές την νύκτα τους αφήνει να κοιμηθούν χωρίς να βγάλουν σκοπιές. Μένει
ο ίδιος άγρυπνος πάνω στ” άλογό του, φροντίζοντας για τα παλικάρια του –
μάρτυρες οι ίδιοι οι άνδρες του 5/42, που τον είχαν δει με τα μάτια τους στο
καραούλι. Είχε γίνει κάτισχνος, τα οστά του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω από την
ηλιοκαμένη, την μαυρειδερή επιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηρούσε την
παλιά εκείνη λάμψη… Θα πίστευε κανείς, ότι ήταν έτοιμος να σωριασθεί νεκρός.

Στον
Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν
οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν ουρλιάζοντας – θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα.
Ορμούσαν κατά των προσφύγων και τους σπάθιζαν, κάρφωναν στα ξίφη τους ματωμένα
κεφάλια και τα εξεσφενδόνιζαν στον αέρα. Δεν τους αρκούσε το ξερρίζωμα του
Ελληνισμού, ήθελαν τον αφανισμό του.
Ο
Πλαστήρας είδε τους Τσέτες. Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν
ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη. Η
σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους
πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν
από τον Στρατό μας. Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη.
Οι
άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι
«ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες
των όπλων τους. Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το
σύνθημα, πυροβολώντας – πρώτος. Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους
Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι. Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους,
αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι
οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους.
Αλλ"
ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του. Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν
γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί – έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα
χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί. Κι έξαφνα ακούστηκε ένας
πυροβολισμός. Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους.
Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά. Η κοιλάδα αντήχησε στο
βογγητό των πληγωμένων.

Έφυγαν
οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ” άλογα τους κι άλλοι
έφυγαν τρέχοντας. Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο
λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια. Είναι θρύλος, που αφηγείται η
αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ – τον Σταυρό.
-
Αχ, μωρέ… Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα φάει όλους τούς
Τσέτες… »