Καταγωγή, και εγκύκλια μόρφωση
Στο χωριό Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας γεννήθηκε ένα παιδί πού επρόκειτο να αναδειχθεί ο φωτιστής του Γένους των Ελλήνων. Ήταν το έτος 1714 όταν οι καταγόμενοι από τα
Γραμμενοχώρια της Ηπείρου και εγκαταστημένοι στο Απόκουρο γονείς του έφεραν στον κόσμο τον Κώνστα (Κωνσταντίνο) Δημητρίου η Ανυφαντή. Όταν έγινε 10 χρονών,
ένιωσε ζωηρή την επιθυμία να μάθει γράμματα. Έτσι οι απλοί αλλά ευσεβείς γονείς του τον έστειλαν στη Σιγδίτσα της Παρνασσίδος, όπου ο ιεροδιάκονος Γεράσιμος Λίτσικας
δίδασκε τα στοιχειώδη ελληνικά γράμματα και μαθήματα. Στη συνέχεια, εργαζόμενος άλλοτε ως δάσκαλος, ενίοτε καταγινόμενος με αγροτικές ασχολίες πληροφορήθηκε ότι στο
Άγιον Όρος, τον Άθω, είχε ιδρυθεί η «Αθωνιάδα Σχολή».
Στο Άγιον Όρος
Φλεγόμενος από ζήλο για ευρύτερη παιδεία και την επιθυμία να φανεί χρήσιμος στο «δοῦλον Γένος», αποφάσισε να αφήσει πατρίδα, οικείους και ασχολίες και να μεταβεί στο
Άγιον Όρος, προκειμένου να φοιτήσει στη νέα Σχολή. Το έτος 1759 εκάρη μοναχός στην αθωνική Ιερά Μονή Φιλοθέου, έλαβε το όνομα Κοσμάς και ζούσε σύμφωνα με τους
μοναχικούς κανόνες νηστεύοντας, προσευχόμενος, μελετώντας. Ντυμένος με απλό ράσο, δεν είχε δεύτερο, όπως έλεγε ο ίδιος: «Δέν ἔχω μήτε ἄλλο ράσο ἀπό αὐτό πού φορῶ».
Έτρωγε τόσο, όσο ήταν απαραίτητο για να κρατιέται στη ζωή. Έλεγε αργότερα: «Τά ἑκατό δράμια ψωμί εἶναι ἀπαραίτητα... καί εὐλογημένα. Ὅταν ὅμως τρώγω ἑκατόν δέκα, εἶναι
περιττά καί πονηρά τά δέκα». Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος. Ήταν ήδη 45 ετών, μορφωμένος, ώριμος, γεμάτος από αγάπη προς τον Θεό
και έτοιμος να προσφέρει συστηματικά και ολοκληρωτικά τον εαυτό του στην υπηρεσία του σκλαβωμένου Γένους.
«Στα μικρά χωριά και τον πλατύ κάμπο»
Ο άγιος Κοσμάς, από το έτος 1760 ως τον μαρτυρικό θάνατο του το 1779, πραγματοποίησε τέσσερις (ορισμένοι μελετητές τις αριθμούν σε τρεις) περιοδείες, οργώνοντας
κυριολεκτικά ολόκληρη την ηπειρώτικη Ελλάδα, τις Κυκλάδες, τα Επτάνησα, τα Δωδεκάνησα, τις Σποράδες και τη Βόρειο Ήπειρο.
Η α΄ περιοδεία του (1760-63) περιέλαβε τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία, τον Βάλτο, τα Άγραφα και την Ήπειρο. Στο τέλος της περιοδείας αυτής
πήγε εκ νέου στην Κωνσταντινούπολη για να ενημερώσει τον πατριάρχη Ιωαννίκιο τον Γ΄ (1761-63) για τα αποτελέσματα του έργου του και να ζητήσει και πάλι την ευλογία και
άδειά του προς συνέχιση της αποστολής του.
Η β΄ περιοδεία κράτησε 11 χρόνια (1763-74) και κατ’ αυτήν πλην της Θράκης, της Μακεδονίας, της Αιτωλοακαρνανίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, πήγε στο Άγιον Όρος και
τις Σποράδες, από δε το Γαλαξίδι επέστρεψε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Με νέα ευλογία και άδεια του πατριάρχη Σωφρονίου Β΄ (1774-80) ξεκίνησε.
Η γ΄ περιοδεία (1774-77) πού περιέλαβε τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, το Άγιον Όρος, τη Χαλκιδική, τις πόλεις Βέροια, Καστοριά, Κορυτσά, Μοσχόπολη, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο,
Τεπελένι, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Γρεβενά, Σέρβια, Δεσκάτη, Ελασσόνα, Τρίκαλα, Άρτα, Πρέβεζα, τα νησιά Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο και Κέρκυρα, απ’ όπου πέρασε απέναντι,
στους Άγιους Σαράντα.
Από τους Άγιους Σαράντα ξεκίνησε την δ΄ περιοδεία του (1777-79), με επίκεντρο της αποστολικής δράσεως του την Ήπειρο, και κυρίως τη Βόρειο, η οποία κατεξοχήν κινδύνευε
να αφελληνισθεί εξαιτίας των βίαιων εξισλαμισμών. Επισκέφθηκε όμως στη διάρκειά της και τις περιοχές Μοναστηρίου, Καστοριάς, Γρεβενών, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας.
Διδάχοι και φωτιστής του λαού
Όπως επισημαίνει ο μελετητής του βίου και των Διδαχών του Δρ. Ιω. Β. Μενούνος, ο άγιος Κοσμάς «...φρόντιζε συνήθως μέ τρεῖς διαδοχικές διδαχές, στόν ἴδιο τόπο, νά μεταδίδει
στούς ἀκροατές τοῦ τίς βασικές γνώσεις ποῦ ἔπρεπε νά γνωρίζουν ὡς χριστιανοί». Και ποιές ήταν αυτές; «...Στήν πρώτη διδαχή ...ἄρχιζε ἀπό τήν Δημιουργία, ἀπό τόν Θεό, τῶν
ἀγγέλων καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, προχωροῦσε στούς πρωτοπλάστους..., τήν πτώση καί τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν Παράδεισο, τήν τιμωρία τούς δηλαδή τόσο ἐδῶ στή γῆ, ὅσο καί
μετά τόν θάνατό τους, στόν ἄλλο κόσμο».
Στη δεύτερη διδαχή «διηγόταν τή γέννηση καί τή ζωή τῆς Παναγίας, τή γέννηση καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέ τό Μυστικό Δεῖπνο, τήν προδοσία τοῦ
Ἰούδα καί τήν αὐτοκτονία του», ενώ στην τρίτη διδαχή «θέμα του ήταν η Ανάσταση του Χριστού, το έργο των Αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστεως με κατάληξη
τη Δευτέρα Παρουσία, μετά την οποία οι αμαρτωλοί τιμωρούνται στην Κόλαση και οι δίκαιοι αμείβονται στον Παράδεισο».
Το επί 20ετία περίπου αποστολικό έργο του μεγάλου Διδάχου είχε τεράστια ευεργετική επίδραση στην ψυχή του ελληνικού λαού. Άνθρωποι παραδομένοι ως τότε στα πάθη, τις
κλοπές, τους φόνους, τις αρπαγές, την ανηθικότητα, την αδιαφορία περί την πίστη, όταν άκουγαν τις διδαχές του άγιου άλλαζαν τρόπο ζωής.
Ιδρυτής σχολείων και υπέρμαχος της ελληνικής γλώσσας
Ως μόνο λύση για να βγει το Γένος των Ελλήνων από την απελπιστική αυτή κατάσταση έβλεπε την ίδρυση σχολείων. Με την λειτουργία σχολείων, την καλλιέργεια της ελληνικής
γλώσσας και την τόνωση της ορθοδόξου Πίστεως πέτυχε την αναχαίτιση των εξισλαμισμών πού είχαν προσλάβει δραματικές διαστάσεις σε ορισμένες περιοχές του ελλαδικού
χώρου. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του μας αφήνει κατάπληκτους. Μες στα 20 χρόνια της αποστολικής του δράσεως πέτυχε την ίδρυση και λειτουργία τόσων σχολείων,
πού «κανένας ποτέ δέν μπόρεσε, ἔστω καί κατέχοντας ἐξουσία ὅσα αὐτός, μέ τόσο ἀνύπαρκτα μάλιστα μέσα». Λίγο πριν από τον μαρτυρικό του θάνατο, έγραφε στον αδελφό του
Χρύσανθο: «ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα σχολεῖα ἑλληνικά ἐποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα...» (στά ὁποῖα διδάσκονταν σχετικῶς μέσα καί ἀνώτερα ἡ στοιχειώδη
μαθήματα ἀντιστοίχως).
Κοινωνικός εργάτης. Στύλος Ορθοδοξίας και ελληνικότητας
Επαινεί την τίμια εργασία, θεωρώντας την ως ευλογία για την απόκτηση των απαραίτητων προς το ζην. Συνιστά: «Νά βγάζετε τό ψωμί σας μέ τόν ἱδρώτα σας, διότι εἶναι
εὐλογημένο καί, ἄν θέλης, δῶσε κομμάτι ἀπό ἐκεῖνο τό ψωμί τοῦ πτωχοῦ• μέ ἐκεῖνο ἀγοράζεις τόν Παράδεισον» (Διδαχή Α΄). Καταδικάζει όμως τις αδικίες και την τοκογλυφία
(οζούρες άσπρων): «Νά κλαίετε καί νά θρηνῆτε ὅσοι ζῆτε μέ ἀδικίες καί μέ ἁρπαγές, μέ καμάτες καί μέ ὀζοῦρες ἄσπρων, διότι αὐτά ἀφωρισμένα εἶναι» (Διδαχή Α΄) και σε
περίπτωση πού από αυτά δοθεί ελεημοσύνη, «τίποτε δέν ὠφελοῦν, ὅτι φωτιά εἶναι καί σᾶς καίουν». Άλλοτε έλεγε: «Ἕνα ἄσπρο (νόμισμα) ἄδικο νά βάλης μέσα εἰς ἑκατό πουγγιά,
ὅλα τά μαγαρίζει. Ὁμοίως πάλιν νά πάρης ἕνα πρόβατο κλεμμένο νά τό βάλης μέσα εἰς ἑκατό ἡ χίλια πρόβατα, ὅλα τά τρώγει ἐκεῖνο τό κλεμμένο» (Διδαχή Γ΄). Γι’ αυτό και
προτρέπει: «Ὅσοι ἀδικήσαμε νά δίνωμε τά ἄδικα ὀπίσω».
Συμβούλευε να πάψουν τις ληστείες, πού την εποχή εκείνη διαπράττονταν ιδίως στις ορεινές περιοχές. Συνιστούσε στους χριστιανούς να αποφεύγουν τα δικαστήρια των Αγαρηνών
και κάθε μορφής μαγείες, εξορκισμούς και εμποδέματα, ότι «φωτιά βάνετε εἰς τά ὀσπίτια σας». Ιδιαίτερα μερίμνησε, με λόγια και έργα, για την προστασία των φτωχών, ορφανών,
εγκαταλειμμένων, άρρωστων και παραστρατημένων παιδιών. Και για να πετύχει στο σκοπό του, παρακινεί πλούσιους και φτωχούς να φροντίζουν αυτά τα παιδιά όπως το δικό τους,
λέγοντας: «Ἄν θέλης νά ζήση τό παιδί σου, ἐγώ νά σέ εἰπῶ πῶς νά κάμης. Νά κάμης τοῦ παιδιοῦ σου ἕνα φόρεμα κι ἄλλο ἕνα ἐκείνου τοῦ φτωχοῦ• καί διά τό χατήρι ἐκείνου τοῦ
φτωχοῦ παιδιοῦ, χαρίζει ὁ Θεός τήν ζωήν τοῦ παιδιοῦ σου. Καί νά ἀγαπᾶς τά φτωχά τά παιδιά καλύτερα ἀπό τά ἐδικά σου...»
Από την άλλη, τονίζει και άλλα βασικά σημεία στο κήρυγμά του, με κοινωνικές προεκτάσεις. Καταδικάζει τον εγωισμό και επαινεί την ταπεινοφροσύνη. Χαρακτηρίζει την
υπερηφάνεια «πρώτη θυγατέρα του διαβόλου, στράτα οπού μας πηγαίνει εις την κόλασιν », ενώ την ταπείνωση «ὅπου εἶναι ἀγγελική, στράτα ὁπού μᾶς πηγαίνει εἰς τόν
παράδεισον» (Διδαχή Α΄). Συνιστά τον αλληλοσεβασμό, την αναγνώριση των κοινωνικών ρόλων, την απόδοση τιμής και σεβασμού στους γεροντότερους, την αγάπη μεταξύ των
συζύγων κ.λπ.
Με όλα αυτά, κι ακόμα περισσότερα, αναδείχθηκε σε κείνους τους δύσκολους καιρούς, στύλος της Ορθοδοξίας και της ελληνικότητας. Η επωδός του «ψυχή καί Χριστός σᾶς
χρειάζονται» αποτελούσε τη συνισταμένη του ιεραποστολικού του έργου. Στήριζε τις ψυχές των χριστιανών, ποδηγετούσε και ενίσχυε τον πατριωτισμό τους, προετοίμαζε «το
ποθούμενον». Υπήρξε κήρυκας της ισότητας, της αδελφότητας και της δικαιοσύνης λίγα χρόνια πριν οι τρεις αυτές έννοιες αποτελέσουν το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης
(τού 1789).
Τουρκαλβανοί, Εβραίοι και χριστιανοί τον οδηγούν στο μαρτυρικό τέλος
Όμως η 20ετής δράση του άγιου Κοσμά δεν δημιούργησε μόνο θαυμαστές και φίλους. Γέννησε και εχθρούς πού δεν έβλεπαν με καλό μάτι την απήχηση πού είχε ο λόγος και τα
έργα του στο λαό. Έγραφε ο ίδιος στον αδελφό του Χρύσανθο, στις 2 Μαρτίου του 1779: «Δέκα χιλιάδες χριστιανοί μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας μέ μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι καί
ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν τόν θάνατόν μου καί ἕνας ὄχι». Γιατί αυτό;
Οι Έλληνες τον αγαπούσαν, αλλά υπήρχαν και ελάχιστοι ανάμεσά τους, κοτζαμπάσηδες και ανώτεροι κληρικοί, πού θίγονταν επειδή ο άγιος στηλίτευε την προκλητική τους ζωή.
Οι λίγοι Τούρκοι και Αλβανοί, για τον ίδιο λόγο, επειδή έλεγχε την ασυδοσία της εξουσίας τους. Οι Βενετσιάνοι και κυρίως οι Εβραίοι, επειδή ζημιώθηκαν οικονομικά από τις
συστάσεις του να μεταφερθούν τα κατά τόπους παζάρια από την Κυριακή στο Σάββατο.
Και ο κύβος ερρίφθη. Οι Εβραίοι της περιοχής «έδωκαν πολλά πουγγία (χρήματα) εις τον πασάν, διά να τον εβγάλη από την ζωήν, όστις και συμβουλευθείς με τον χόντζαν του,
απεφάσισε διά μέσου αυτού να τον θανατώση».
Στις 23 Αυγούστου του έτους 1779 ο φλογερός διδάχος του Γένους είχε φτάσει στο χωριό Κολικόντασι της περιοχής Βερατίου. Ενώ λοιπόν κήρυττε «τον ύστατον λόγον του»,
ενώπιον μεγάλου πλήθους λαού, έρχονται στρατιώτες του Κούρτ πασά, ο οποίος είχε ήδη πάρει «πολλά πουγγία», και χωρίς να ανακοινώσουν τίποτε στον άγιο Κοσμά, τον
συλλαμβάνουν. «Τότε εκατάλαβεν ο ευλογημένος διδάσκαλος πώς έχουν να τον θανατώσουν όθεν εδόξασε, και ευχαρίστησε τον Δεσπότην Χριστόν, όπου τον ηξίωσε να τελειώση
τον δρόμον του αποστολικού κηρύγματος με μαρτύριον. Έπειτα στραφείς προς τους καλογήρους, οπού τον συνόδευαν, τους λέγει εκείνο το ψαλμικόν· «διήλθομεν διά πυρός καί
ὕδατος καί ἐξήγαγες ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν»· και όλην εκείνην την νύκτα εδοξολόγει με ψαλμούς τον Κύριον, χωρίς να δείξη ολότελα κανένα σημείον λύπης διά την στέρησιν της ζωής
του, αλλά μάλιστα φαινόμενος χαριέστατος εις το πρόσωπον, ωσάν να επήγαινεν εις χαρές και ξεφαντώματα».
Όταν ξημέρωσε το Σάββατο 24 Αυγούστου 1779, επτά Τουρκαλβανοί στρατιώτες τον μετέφεραν στις όχθες του Άψου ποταμού. Κάτω από ένα δένδρο θέλησαν να του δέσουν τα
χέρια. Αρνήθηκε, βεβαιώνοντάς τους πώς δεν θα αντισταθεί. Ύστερα σταύρωσε τα δύο χέρια, σα να του τα είχαν δέσει. Το τι ακολούθησε περιγράφει παραστατικά ο αναγνώστης
Γεώργιος, τότε Ζήκο-Μπιστρέκης, πού ήταν ένας από τους μαθητές του και αυτόπτης μάρτυρας. Γράφει λοιπόν ο Ζήκο-Μπιστρέκης: «...Καθώς ἐπροσεύχονταν εὐλόγησεν τόν
κόσμον σταυροειδῶς, καί ἐκεῖ ἦτον ἕνα δένδρον καί ἐβγάνοντας τό σχοινίον ἀπό τό ἄλογον καί καθώς ἐδέναμεν τόν θρόνον μέ τόν σταυρόν, ἔτσι τόν ἔδεσαν ἀπό τόν λαιμόν καί
τόν ἔπνιξαν ...καί ἔτσι ἐπαρέδωσεν τήν ἁγίαν του ψυχήν εἰς χείρας τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί εὐθύς τόν ἐγύμνωσαν ἀπό ὅλα τά φορέματα ὅπου εἶχεν, ἔξω ἀπό ἕνα
παλαιοβράκι ὅπου δέν τοῦ τό ἔβγαλαν καί τόν ἔριψαν εἰς τό ποτάμι...».
Όταν μαθεύτηκε το θλιβερό γεγονός, οι χριστιανοί ζήτησαν και πήραν την άδεια να αναζητήσουν στο ποτάμι τη σορό του αγίου, «νά τόν ἐβγάλουν καί ἐγύριζαν μέ καμάκια καί μέ
δίκτυα καί δέν τόν εὕρισκαν». Ώσπου ο ιερέας Μάρκος, «κάμνει τόν σταυρόν του καί πηγαίνει μέ τό μονόξυλον, καί ὤ τοῦ θαύματος! εὐθύς ἐφάνη εἰς τό νερόν ὀρθός!». Τον
μετέφεραν στον ιερό ναό στο Κολικόντασι κι αφού τον έψαλαν, τον ενταφίασαν στο νάρθηκα της εκκλησίας, «ἀρχιερατεύοντας ἐν Βελεγράδοις Ἰωάσαφ», που ήταν παρών στην
εξόδιο Ακολουθία.
Η πεποίθηση του λαού για την αγιότητα του μεγάλου ιεραποστόλου εκδηλώθηκε αμέσως μετά το μαρτυρικό του θάνατο: Έχτισαν εκκλησάκι προς τιμήν του στο μέρος όπου ο
ιερέας Μάρκος ανέσυρε τη σορό του άγιου. Στο σημείο της ταφής του ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων έχτισε μεγάλο μοναστήρι στη μνήμη του άγιου Κοσμά, προς τον οποίο και εν
ζωή έδειχνε μεγάλο θαυμασμό.
Η συναρίθμηση του στο Αγιολόγιο
Ο λαός πολύ νωρίς θεωρούσε τον ιεραπόστολο Κοσμά άγιο, του έχτιζε ναούς, παρεκκλήσια και προσκυνητάρια, του ζωγράφιζε εικόνες και συνέθετε Ακολουθίες, η διοικούσα
Εκκλησία άργησε να προβεί στην επίσημη συναρίθμηση του στο Ορθόδοξο Αγιολόγιο. Αυτό συνέβη το έτος 1961. Όπου η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου κάθε έτους.